ακετυλοσυνένζυμο Α

ακετυλοσυνένζυμο Α
Ουσία που ανήκει στην κατηγορία των συνενζύμων. Η ένωση απομονώθηκε το 1948 από τους βιοχημικούς Ν. Καπλάν και Φ. Λίπμαν. Το α. παίζει μέγιστο ρόλο ως ενδιάμεσο προϊόν στις μεταβολιστικές αντιδράσεις. Περιέχεται στα ζωντανά κύτταρα των ζωικών και φυτικών οργανισμών και χρησιμοποιείται για όλες τις ενζυμικές αντιδράσεις ως μεταφορέας της ομάδας του ακετυλίου (οξείδωση και σύνθεση λιπαρών οξέων, βιολογικές ακετυλιώσεις κλπ.). Το α. σχηματίζεται κατά την ενζυματική οξείδωση του πυροσταφυλικού οξέος ή των λιπαρών οξέων. Είναι δραστικός παράγοντας ακυλίωσης και ο ακριβής μηχανισμός με τον οποίο μεταφέρει τις ακυλομάδες διερευνήθηκε από τον Λίνεν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιποϊκός — ή, ό φρ. «λιποϊκό οξύ» (χημ. βιοχ.) ετεροκυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό οξύ, που διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο στη μετατροπή τού πυρουβικού οξέος σε ακετυλοσυνένζυμο Α μέσα στα κύτταρα …   Dictionary of Greek

  • παλμιτικό οξύ — Μονοκαρβοξυλικό οργανικό οξύ με χημικό τύπο C15H31COOH. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση σε μορφή γλυκεριδίου (τριπαλμιτίνη), γιατί συναντάται σε όλα τα λιπαρά και φυτικά λίπη. Αποτελεί επίσης το κύριο συστατικό των λιπαρών οξέων που περιέχονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”